- πλατανωδης
- πλατανώδηςπλᾰτᾰν-ώδης2подобный листу платана Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλατανώδης — ῶδες, Α [πλάτανος] ο όμοιος με πλάτανο … Dictionary of Greek
σπίλαξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «μῶλος ὁ πλατανώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος*(ΙΙ)] … Dictionary of Greek